- βλεφαρίτιδα
- η(ιατρ.), φλεγμονή των βλεφάρων: Ο γιατρός μού έδωσε μια αλοιφή για τη βλεφαρίτιδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βλεφαρίτιδα — Φλεγμονή του ελεύθερου χείλους των βλεφάρων, στο σημείο που φυτρώνουν οι βλεφαρίδες. Διακρίνονται διάφορες μορφές β. (πιτυριδώδης, εξελκωτική κ.ά.), που γενικά επηρεάζονται ευνοϊκά από χλιαρές κομπρέσες βορικού οξέος 5% καθώς και από οφθαλμικές… … Dictionary of Greek
-ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… … Dictionary of Greek
βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… … Dictionary of Greek
μύδησις — μύδησις, ἡ (Α) [μυδώ] 1. υγρασία 2. πυώδης βλεφαρίτιδα 3. σάπισμα, σήψη … Dictionary of Greek
ταρσίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού ταρσού τών βλεφάρων, η οποία συνοδεύεται συνήθως από βλεφαρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tarsitis < ταρσός + κατάλ. ῖτις / ίτιδα*] … Dictionary of Greek
υγροβλεφαρίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τών βλεφάρων, που προκαλεί ροή δακρύων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + βλεφαρίτιδα] … Dictionary of Greek
ψωροφθαλμία — η, ΝΑ [ψωρόφθαλμος] νεοελλ. ιατρ. ελκώδης βλεφαρίτιδα αρχ. οφθαλμική νόσος που χαρακτηρίζεται από ξηρότητα τών οφθαλμών με κνησμό … Dictionary of Greek